- πηγαδάς
- ο, Ν [πηγάδι]αυτός που ανοίγει πηγάδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηγαδάς — ο αυτός που ανοίγει πηγάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγάδας — πηγάς hoar frost fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατωρύχος — ο εργάτης που σκάβει πηγάδια, ο πηγαδάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)